- μετακέρας
- μετακέρᾱς , μετάκεραςintermixedmasc acc plμετακέρᾱς , μετάκεραςintermixedmasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετάκερας — μετάκερας, ὁ, ἡ, τὸ (Α) 1. αναμεμιγμένος 2. (για νερό) χλιαρός, ούτε θερμός ούτε ψυχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κερας (< θ κερα τού κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. αυτό κερας] … Dictionary of Greek